Ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ.κ. Άνθιμος
Ὁ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμος (κατὰ κόσμον Διονύσιος) Ῥούσσας τοῦ Δημητρίου, ἐγεννήθη τὸ ἔτος 1934 στὴ Σαλμώνη Πύργου Ἠλείας. Ἐπεράτωσε τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του τὸ 1952 ὁπότε καὶ ἐπέτυχε χωριστὰ στὶς εἰσιτήριες ἐξετάσεις τῆς Φιλοσοφικῆς καὶ τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐπέλεξε τὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῆς ὁποίας ἔλαβε τὸ πτυχίο τὸ 1957, ὑπηρέτησε δὲ ὡς ἄμισθος βοηθὸς τῆς ἕδρας τῆς Βυζαντινῆς Φιλολογίας. Ἐξεπλήρωσε τὶς στρατιωτικές του ὑποχρεώσεις, ὑπηρετήσας ὡς ἔφεδρος ἀξιωματικὸς στὴν Ἑλληνικὴ Ἀεροπορία. Ταυτόχρονα ἐνεγράφη στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τῆς ὁποίας ἔλαβε τὸ πτυχίο τὸ 1963. Ἤδη ἀπὸ τὸ 1959 ὑπηρετοῦσε ὡς Φιλόλογος καθηγητὴς στὸν Ἐκπαιδευτικὸ Ὀργανισμό τῆς «Ἑλληνικῆς Παιδείας» ὅπου ἐχρημάτισε καὶ Διευθυντὴς τοῦ Γυμνασίου της. Χειροτονήθηκε διάκονος τὸ 1964 ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Θήρας κυρὸ Γαβριὴλ καὶ πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ ἰδίου ἀρχιερέως τὸ 1965 ὁπότε καὶ ἔλαβε το ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Διωρίσθη Προϊστάμενος στὸν ἱερὸ Ναὸ τοῦ ἁγίου Βασιλείου τῆς ὁδοῦ Μετσόβου Ἀθηνῶν, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ 1974. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ ἀνέθεσε τὴ σύνταξη τοῦ ἐποικοδομητικοῦ φυλλαδίου «Φωνὴ Κυρίου» τὸ ὁποῖο διηύθυνε γιὰ ἓξ χρόνια. Τὸ 1966 παραιτεῖται ἀπὸ τῆς θέσεώς του ὡς καθηγητοῦ καὶ τοποθετεῖται Διευθυντὴς Κηρύγματος στὴν Ἀποστολικὴ Διακονία.
Τὸ 1968 ὁ τότε ἀρχιμανδρίτης Ἄνθιμος Ῥούσσας διορίζεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο Διευθυντὴς τοῦ Φοιτητικοῦ Θεολογικοῦ Οἰκοτροφείου, προετοιμάζοντας ἀπὸ ἐκεῖ πολλὲς γενιὲς θεολόγων καὶ κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας. Τὴ θέση αὐτὴ κράτησε μέχρι τὴν εἰς ἐπίσκοπο προαγωγή του τὸ 1974. Ἐπὶ πλέον ἀπὸ τὸ 1968 ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν ἐκδόσεων καὶ τοῦ τυπογραφείου τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ἐπιτυγχάνοντας σοβαρὲς καὶ πολυτελεῖς ἐκδόσεις. Τὸ 1971 ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ ἀναθέτει τὴν μετατροπὴ καὶ προετοιμασία τοῦ κτιρίου τῶν Ὑπηρεσιῶν της καθὼς καὶ τοῦ Συνοδικοῦ Μεγάρου, ὅπου μέχρι σήμερα στεγάζεται. Τὸ ἴδιο ἔτος 1971, ἑωρτάσθηκε ἡ Ἐθνικὴ 150ετηρίδα καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀναθέτει πάλι στὸν ἀρχιμ. Ἄνθιμο Ῥούσσα τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συμμετοχὴ στὸν ἑορτασμὸ καθὼς καὶ τὴν ἐκτέλεση προγράμματος φιλοξενίας – ξεναγήσεως τῶν ἀφιχθέντων ἐκπροσώπων τῶν ἀνὰ τὸν κόσμο Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τὸν Μάϊο τοῦ 1972 ἐκπροσωπεῖ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στὴν ἐκλογὴ καὶ ἐνθρόνιση τοῦ Πατριάρχου Βουλγαρίας Μαξίμου.
Τὸ 1974 στὶς 13 Ἰουλίου, ἐκλέγεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως, Τραϊανουπόλεως καὶ Σαμοθράκης. Ἡ χειροτονία του ἔγινε στὶς 14 Ἰουλίου 1974στὸν ἱερὸ Ναὸ τοῦ ἁγίου Βασιλείου τῆς ὁδοῦ Μετσόβου, ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Θήρας κυρὸ Γαβριήλ. Συλλειτούργησαν καὶ παρευρέθησαν οἱ τότε ἀρχιερεῖς, Γυθείου, Δράμας, Μεσογαίας, Κοζάνης, Μαντινείας, Ρόδου, Καρπάθου καὶ Καισαριανῆς καὶ ὁ τότε Ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης κ. Ἀναστάσιος, νῦν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας.
Στὶς 30 Ἰουλίου 1974 ἐνθρονίζεται στὴν Ἀλεξανδρούπολη. Στὸν ἐνθρονιστήριο Λόγο του ἀναφέρει χαρακτηριστικά:
«… ἐν φόβῳ καὶ συναισθήσει βαρείας εὐθύνης, ἦλθον σήμερον πρὸς ὑμᾶς. Ὅμως ἀδελφοί μου, ‘οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι’. Μεγαλύνω τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅτι τῇ Ἐκείνου χάριτι καὶ δυνάμει εἰσέρχομαι σήμερον εἰς τὴν πόλιν ταύτην, τὸν καθαρὸν καὶ ἀμιγῆ τῆς Θράκης Παράδεισον. Περὶ τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ τῆς περιβαλλούσης ταύτην ἐπαρχίας πολλὰ ἤκουσα παρὰ πολλῶν ἐν τῇ πρωτευούση ἀδελφῶν, ἀφορῶντα εἰς τὰς φυσικὰς τοῦ ἱεροῦ τούτου τόπου καλλονάς, μάλιστα δὲ εἰς τὴν εὐγένειαν, τὸ ἦθος καὶ τὴν πνευματικὴν καλλιέργειαν τῶν κατοίκων, ὅπερ καὶ σπουδαιότερον πάντων θεωρῶ…».
Κατὰ τὰ τριάντα ἔτη τῆς ἀρχιερατείας του στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ἀλεξανδρουπόλεως, διωργάνωσε ὑποδειγματικὰ τὸ λατρευτικό, τὸ κηρυκτικὸ καὶ τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς Μητροπόλεως. Ἐμερίμνησε ὥστε νὰ ἔχουν ὅλα τὰ χωριὰ καὶ οἱ οἰκισμοὶ ἐφημερίους ἀξίους τῆς ἀποστολῆς των. Ἔκτισε ἐκ θεμελίων μὲ προσωπική του φροντίδα 35 νέες Ἐκκλησίες ποὺ εὑρίσκονται ὅλες σὲ λειτουργία. Ἐπί μία 30ετία 4 – 5 ἀρχιμανδρῖτες ἱεροκήρυκες καὶ πλεῖστοι ἐφημέριοι θεολόγοι, κηρύσσουν καὶ ἐξομολογοῦν στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις.
Ἕνα ξεχωριστὸ ἔργο τοῦ Μητροπολίτου Ἀνθίμου εἶναι ἡ θεμελίωση καὶ ἡ ἀνέγερση δύο νέων ἱερῶν Μονῶν στὸν Ἕβρο. Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, γνωστὴ ὡς «Παναγία τοῦ Ἕβρου» μὲ 45 μοναχὲς σήμερα καὶ ὑποδειγματικὴ μοναστικὴ ζωή, στὴν περιοχὴ τῆς Μάκρης καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὸ Ἀετοχώριο Ἕβρου μὲ 15 ἐγγεγραμμένους ἱερομονάχους ποὺ διαθέτει ξενώνα 50 ἐπισκεπτῶν καὶ συνεδριακὸ κέντρο ποὺ ἤδη χρησιμοποιεῖται.
Διωργάνωσε καὶ ἐλειτούργησε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Μουσεῖο Ἀλεξανδρουπόλεως ποὺ μετὰ ἀπὸ 15 χρόνια λειτουργίας ἀνασυγκροτήθηκε ἐπί ἐπιστημονικῆς μουσειολογικῆς βάσεως, πάντοτε στὸ κτίριο τῆς Λεονταριδείου Σχολῆς μὲ εὐρωπαϊκὸ πρόγραμμα.
Ἀπὸ τὸ 1974 μέχρι τὸ 2004 ἐξέδιδε τὸ γνωστὸ διμηνιαῖο ἐκκλησιαστικὸ περιοδικὸ «ΓΝΩΡΙΜΙΑ», τὸ ὁποῖο καὶ ἐπεμελεῖτο προσωπικῶς.
Στὸν τομέα τῆς Φιλανθρωπίας ἀνήγειρε ἐκ θεμελίων καὶ ἐλειτούργησε ὑπὸ τὴν ἀκάματη μέριμνά του τὰ ἑξῆς Ἱδρύματα:
Ø Τὸ Σταυρίδειο Ἐκκλησιαστικὸ Μαθητικὸ Οἰκοτροφεῖο ἀρρένων «ὁ ἅγιος Στέφανος» δυνάμεως 70 κλινῶν.
Ø Τὸ Σταυρίδειο Ἵδρυμα χρονίως πασχόντων «ὁ ἅγιος Κυπριανός», δυνάμεως 115 κλινῶν. Πρόκειται γιὰ ἕνα πρότυπο νοσηλευτήριο ἀνιάτων μὲ τεράστια προσφορὰ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Θράκης.
Ø Τὸ Ἐνοριακὸ Κέντρο τοῦ ἁγίου Ἐλευθερίου Ἀλεξανδρουπόλεως μὲ συσσίτιο γιὰ ἀπόρους κατοίκους τῆς περιοχῆς.
Ø Τὸ νέο Νιάρχειο Ἵδρυμα περιθάλψεως εγκαταλελειμένων παιδιῶν καὶ ἀγάμων μητέρων «ὁ ἅγιος Στυλιανός», μὲ δωρεὰ τοῦ Ἱδρύματος ‘Σταύρος Νιάρχος’.
Ἐπίσης κατὰ τὴν τριαντακονταετῆ ἀρχιερατεία του στὴν Ἀλεξανδρούπολη ἐφρόντισε γιὰ τὴν συντήρηση καὶ ἀναβάθμιση τῶν ἑξῆς προϋπαρχόντων φιλανθρωπικῶν δομῶν:
Ø Ἰωακείμειο Γηροκομεῖο δυνάμεως 68 κλινῶν. Δεδομένης τῆς παλαιότητος τῶν ἐγκαταστάσεών του, τῶν αὐξανομένων ἀναγκῶν καὶ μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς ἀναβαθμίσεως τῶν ὑπηρεσιῶν του, ἐξησφάλισε ἀπὸ καιροῦ τὸ οἰκόπεδο καὶ τὴν σχετικὴ ἀρχιτεκτονικὴ μελέτη καὶ ἔθεσε τὴν βάση γιὰ τὴν ἐξασφάλιση χρηματοδοτήσεως γιὰ τὴν ἀνέγερση νέου Ἰωακειμείου Γηροκομείου.
Ø «Ταμεῖο Εὐποιΐας» γιὰ βοηθήματα σὲ ἀπόρους καὶ ἀσθενεῖς καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ χρόνου.
Ø Μαθητικὲς Ἐκκλησιαστικὲς Κατασκηνώσεις μὲ 450 – 500 παιδιὰ κάθε καλοκαῖρι στὶς μόνιμες ἐγκαταστάσεις τῆς Μάκρης.
Ø Μὲ στόχο τὸν ἐκσυγχρονισμὸ τῶν ἐγκαταστάσεων καὶ τὴ διεύρυνση τῶν ἱεραποστολικῶν δυνατοτήτων, πρὸ ἔτους ἀνήγειρε διώροφο κτῖσμα μὲ ὑπόγειο, ὡς Κέντρο Συναντήσεως Νέων καὶ Κατασκηνωτῶν, μὲ πλήρως ἐξωπλισμένη κουζίνα καὶ τραπεζαρία στὸ ἰσόγειο, αἴθουσα συνεδρίων καὶ διαλέξεων στὸν ὄροφο καὶ χώρους ἀναψυχῆς στὸ ὑπόγειο.
Ὅλα τὰ ἀνωτέρω ἔργα ἔχουν σχεδιασθεῖ μὲ τὸ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Παναγιωτάτου καὶ ἔχουν ἐκτελεσθεῖ μὲ αὐτεπιστασία.
Τὰ τελευταῖα ἔργα τοῦ Παναγιωτάτου στὴν Ἀλεξανδρούπολη εἶναι τὰ ἑξῆς:
Ø Ὁ μεγάλος διώροφος ἐνοριακὸς Ναὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ – Νέα Κοσμοσώτηρα Φερῶν Ἕβρου, σὲ ἀντικατάσταση τοῦ μέχρι σήμερα χρησιμοποιουμένου Βυζαντινοῦ μνημείου τῆς Παναγίας Κοσμοσωτήρας τοῦ 12ου αἰ.
Ø Ὁ ἱερὸς Ναὸς πάντων τῶν Θρακῶν Ἁγίων στὸν περίβολο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀετοχωρίου.
Ø Τὸ «ΑΝΘΙΜΕΙΟ» Πολιτιστικὸ Κέντρο. Ἕνα σημαντικὸ ἔργο ποὺ ἐκτίσθη σὲ ἰδιόκτητο οἰκόπεδο τῆς Μητροπόλεως μὲ πρόγραμμα τοῦ Γ’ Κ.Π.Σ. καὶ προϋπολογισμὸ περίπου 2,2 ἑκατομμυρίων €.
Στὸν τομέα τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης καὶ τῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς λειτουργοῦν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας τοῦ Ἕβρου ἐργαστήρια Κηροπλαστικῆς, Ἱεροῤῤαπτικῆς καὶ Ἁγιογραφίας, ἐνῷ τὸ 2002, ὁ Παναγιώτατος, ἵδρυσε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ἵδρυμα κοινωνικῆς καὶ πολιτιστικῆς προσφορᾶς «ὁ ἅγιος Ἰωσήφ», στὸ ὁποῖο λειτουργεῖ μὲ μεγάλη ἐπιτυχία ξυλογλυπτικὸ ἐργαστήριο.
Ὁ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμος, διετέλεσε Τοποτηρητής τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καὶ Σουφλίου ἀπὸ τὸ 1986 μέχρι τὸ 1989. Ἐξεπροσώπησε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στὶς ἑορτὲς τῶν ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου στὸ Βατικανὸ τὸ 1985, καὶ στὴν ἐνθρόνιση τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς Καντερβουρίας τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας τὸ 1991. Συμμετέσχε σὲ ἐπίσημες ἀποστολές στὸ ἐξωτερικό, ὅπως αὐτὴ στὴ Μόσχα τὸ 2001 καὶ σὲ ἱεραρχικές Συνάξεις στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Διωρίσθη ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸ Ἐθνικὸ συμβούλιο Ῥαδιοτηλεοράσεως μέχρι τὴ διάλυσή του τὸν Ὀκτώβριο του 1993. Κατὰ γενικὴ ὁμολογία, ἡ ἐπίλυση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν διαμάχη Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας τὸν χειμῶνα τοῦ 1987 μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐκκλησιαστική Περιουσία, ὀφείλεται στοὺς χειρισμούς τοῦ τότε Μητροπολίτου Ἀλεξανδρουπόλεως Ἀνθίμου Ῥούσσα. Τὸ ἔτος 2000 ὡρίσθη ὡς ὑπεύθυνος τῆς διοργανώσεως τῆς μεγάλης λαοσυνάξεως τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ τὸ ζήτημα τῶν ταυτοτήτων, ἀποστολὴ ποὺ ἔφερε εἰς πέρας μὲ μεγάλη ἐπιτυχία.
Ὁ Παναγιώτατος, ὡς Μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως ἐταύτισε τὴ ζωή του μὲ τὴ ζωὴ τῶν κατοίκων τοῦ Ἕβρου καὶ ἀνεδείχθη ὁ γνησιώτερος, ὁ καταλληλότερος καὶ ὁ μονιμώτερος κήρυκας τῶν ἀναγκῶν καὶ τῶν προβλημάτων ὅλου τοῦ λαοῦ τῆς Θράκης. Μὲ ὁμιλίες, παραστάσεις, συνεντεύξεις, διαμαρτυρίες καὶ ἔντυπες ἐκδόσεις κατέστησε γνωστὰ τὰ αἰτήματα τῶν συμπατριωτῶν μας στὸ Κράτος, στὸν πολιτικὸ κόσμο καὶ σὲ ὅλη τὴν κοινὴ ἑλληνική γνώμη.
Ἡ Ἀλεξανδρούπολη καὶ ὁ Ἕβρος ὀφείλουν τὴν ἵδρυση καὶ τὴν λειτουργία τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Δημοκριτείου Πανεπιστημίου στὸ Μητροπολίτη κ. Ἄνθιμο. Ἀπὸ τὸ 1975 καὶ ἐπὶ δώδεκα χρόνια καὶ πλέον ἐκράτησαν οἱ ἀγῶνες αὐτοί. Ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ λαοῦ τοῦ Ἕβρου, οἱ ἀπεργείες, τὰ δημοσιεύματα, ἡ ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ στὸν Κωνσταντῖνο Καραμανλῆ ποὺ ἐδημοσιεύθη στὸ «ΒΗΜΑ»καὶ στὴν «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», τὰ ψηφίσματα, τὰ συνθήματα, τὰ φέιγβολάν, οἱ ἀποφάσεις, οἱ καταγγελίες εἶναι ὅλα βγαλμένα ἀπὸ τὴν γραφίδα του καὶ τὴν καρδιά του. Ἀγωνίσθηκε πεισματικὰ γιὰ τὴν ἔλευση τῶν φοιτητῶν Ἰατρικῆς ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη στὴν Ἀλεξανδρούπολη καὶ ἐδικαιώθηκε. Παρενέβη καὶ συνετέλεσε στὴν θεμελίωση καὶ ἀνέγερση τοῦ κτιρίου τῶν παρακλινικῶν ὄπισθεν τοῦ Νοσοκομείου. Διέθεσε ὄχι μόνο εἰδικὸ κτίριο, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑπόγειο Ναὸ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν φοιτητῶν τῆς Ἰατρικῆς. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ μεγάλου Πανεπιστημιακοῦ Νοσοκομείουποὺ ἤδη λειτουργεῖ. Ὁ Μητροπολίτης Ἄνθιμος κατώρθωσε νὰ συνεγείρῃ ὅλους τοὺς ἄρχοντες τοῦ τόπου καὶ τὸν λαὸ στὴ διεκδίκηση τῶν αἰτημάτων τους. Ἀνέβηκε πολλὲς φορὲς στὰ μπαλκόνια γιὰ νὰ φωνάξῃ : «Ξύπνα λαὲ τοῦ Ἕβρου γιὰ νὰ διεκδικήσῃς τὰ δίκαιά σου». Γιὰ τοὺς ἐμπόρους καὶ τοὺς ἐπιχειρηματίες, γιὰ τοὺς ἀγρότες καὶ τοὺς ἐργάτες, γιὰ τοὺς ἀνέργους καὶ τοὺς μικροεπαγγελματίες τοῦ τόπου, ἔπραξε ὅ,τι εἶναι δυνατό. Σὲ κάθε ἐπίσκεψη Πρωθυπουργοῦ, Ὑπουργοῦ ἢ ἄλλου κυβερνητικοῦ παράγοντα ἔθετε τὰ προβλήματα τοῦ τόπου ἄμεσα καὶ πρακτικά.
Ἕνα σημαντικώτατο σημεῖο τῆς προσφορᾶς τοῦ Μητροπολίτου Ἀνθίμουεἶναι τὸ πνεῦμα τῆς ἑνότητος ποὺ καλλιέργησε σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς τοπικῆς κοινωνίας τοῦ Ἕβρου. Ἐπὶ τριάντα χρόνια ἡ συνεργασία τοῦ Μητροπολίτου μὲ τοὺς Βουλευτές, τοὺς Νομάρχες, τοὺς Στρατηγούς, τοὺς Δημάρχους, τοὺς Κοινοτάρχες, καὶ ὅλους τοὺς παράγοντες τοῦ τόπου ὑπῆρξε ὑποδειγματική. Ἡ παρουσία του στὸ Στρατό ἐνισχύει πάντοτε τὸ ἐθνικὸ καὶ πατριωτικὸ φρόνημα.
Εἰδικὰ γιὰ τὴ Σαμοθράκη τὸ ἐνδιαφέρον ὑπῆρξε ἀμέριστο. Ἀνήγειρε Ἐπισκοπεῖο τὸ ὁποῖο φιλοξενεῖ ὅλους ὅσοι γιὰ ποιμαντικοὺς λόγους μεταβαίνουν στὸ νησί, ἀποπεράτωσε Ναούς, ἀνεκαίνισε καὶ ἐπεξέτεινε ἄλλους, παρέλαβε καὶ ἐνοικοκύρευσε τὸ Μετόχιο τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Ἁλωνίων.
Σημαντικώτατο ζήτημα γιὰ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Ἀλεξανδρουπόλεως καὶ εἰδικώτερα γιὰ τὴν Σαμοθράκη ἦταν ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση τῶν Πέντε Νεομαρτύρων ἐκ Σαμοθράκης ὡς ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀγῶνες του καὶ οἱ ἀγωνίες του γιὰ τὴν Θράκη εἶναι πανελληνίως γνωστοί.
Τὴ Δευτέρα 26 Ἀπριλίου 2004 ἡ σεπτὴ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν ἐξέλεξε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ὡς διάδοχο τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυροῦ Παντελεήμονος τοῦ Β’. Ἡ ἐνθρόνιση του στὴ Θεσσαλονίκη ἔγινε τὴν Παρασκευὴ 18 Ιουνίου 2004 στὸν ἱερὸ Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, παρόντων τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κυροῦ Χριστοδούλου, ἐκπροσώπων ἀρχιερέων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῶν Πρεσβυγενῶν καὶ λοιπῶν Πατριαρχείων καὶ ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καὶ πλήθους ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Παρέστησαν ἐπίσης ὅλαι αἱ ἀρχαὶ τῆς πόλεως, ἐκπρόσωποι ξένων δογμάτων, ὁ εὐσεβὴς κλῆρος, μοναχοὶ καὶ μοναχαί, καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τῆς πόλεως.
Στὸν ἱστορικὸ ἐνθρονιστήριό του λόγο πλήρη αἰσθημάτων καὶ ἐκδηλώσεων ἀγάπης πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Πατρίδα μας τὴν Ἑλλάδα, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναφέρει : «Σὲ τούτη τὴν ἔνδοξη, τὴν ὄμορφη πόλη, τῆς Μακεδονίας τὸ καύχημα καὶ τῆς Ἑλλάδος τὸ κλέος, τοῦ ἀρχαιοελληνισμοῦ ἡγεμονικὴ καθέδρα καὶ τοῦ Βυζαντίου ἰσχυρὸ προπύργιο, τῆς φιλοσοφίας λίκνο καὶ τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος στερεὸ κεφάλαιο, τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ συμπρωτεύουσα καὶ τῶν εὐγενῶν κατοίκων της λαμπρότατο παράδειγμα, στὴ Θεσσαλονίκη, ἦλθα, ὅμως ‘οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι’(Ματθ. κ΄ 28), ἀδελφοί μου.
Ἦλθα γιὰ νὰ συνεχίσω καὶ νὰ ἀνανεώσω ἐντός μου, ὡς ἕνας ἐλάχιστος ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὑψηλὸ βίωμα τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ σωτηρίας, ὅπως τὸ ἀπεργάζεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς μυστηριακὲς καὶ ἁγιαστικὲς πράξεις μέσα στὴν Ἐκκλησία, δι’ ἡμῶν τῶν λειτουργῶν ἀρχιερέων καὶ ἱερέων μὲ τὴν ἀπαραίτητη συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ μας σ’ αὐτές. Ἦλθα γιὰ νὰ ποιμάνω πνευματικῶς τὸν λαὸ μετὰ τῶν ἀδελφῶν μου καὶ συνεργῶν ἐν Κυρίῳ ἱερέων, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ ‘Καλοῦ Ποιμένος’ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἦλθα γιὰ νὰ εἶμαι μαζύ σας στὴν κοινὴ πορεία τῆς ζωῆς ὅλων μας μὲ πνευματικὰ ὅπλα τὴν ‘οἰκοδομὴ καὶ παράκληση’, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωκε ὁ εὐαγγελικὸς λόγος καὶ ἡ ἱερὰ παράδοση. Ἦλθα γιὰ νὰ εἶμαι κοντά σας στὶς χαρούμενες, ἀλλὰ καὶ στὶς δυσάρεστες στιγμὲς τῆς ζωῆς σας, γιὰ νὰ εὐχηθῶ καὶ νὰ βοηθήσω στὴν ἐκπλήρωση τῶν εὐγενῶν στόχων σας καὶ τῶν εὐλογημένων ὀνείρων σας.
Γιὰ νὰ εὐλογήσω τὶς οἰκογένειές σας καὶ τὰ νοικοκυριά σας. Γιὰ νὰ συμπαρασταθῶ στοὺς ἀσθενεῖς καὶ στοὺς ἀδυνάτους, γιὰ νὰ παρηγορήσω τοὺς πονεμένους καὶ τοὺς λυπημένους. Νὰ σταθῶ κοντὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἄνεργοι, ἀλλὰ καὶ ἄστεγοι. Νὰ εὐλογήσω καὶ νὰ ἐμπνεύσω τὰ παιδιά σας, τοὺς νεαροὺς βλαστούς, ἀγόρια καὶ κορίτσια, μαθητές, φοιτητὲς καὶ ἐργαζομένους, αὐτοὺς ποὺ εἶναι τὸ ἄμεσο μέλλον, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσμονὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν Ἑλλάδα τοῦ αὔριο. Νὰ βοηθήσω μὲ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς στὴν ἐξουδετέρωση τῶν παγίδων ποὺ ὁδηγοῦν τὰ παιδιὰ μας στὴν ἐξάρτηση ἀπὸ θανατηφόρες οὐσίες καὶ νὰ ὑποβαστάσω μὲ τόσους ἄλλους τὰ παιδιά μας ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀπεξάρτηση. Στὴν προσευχή μου καὶ στὴν μέριμνά μου, ὅση μοι δύναμη, εἶναι πάντοτε ὅλοι οἱ ἀπόδημοι ἀδελφοί μας, ἰδιαίτερα οἱ καταγόμενοι ἀπὸ τὶς ἀκριτικὲς περιοχές μας μετανάστες σὲ ξένες χῶρες, ποὺ μὲ ἔντονη τὴν νοσταλγία τῆς ἐπιστροφῆς, διασφαλίζουν τὴν ἑνότητά τους μέσῳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ δὲν λησμονοῦν ποτὲ τὴν Πατρίδα».
Ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ἔδωσε τὸ στίγμα καὶ προσδιώρισε τὴν ἀνάγκη γιὰ ἑνότητα καὶ ὁ μοψυχία, γιὰ πνευματικὴ ἀνώρθωση καὶ κοινωνικὴ εὐαισθησία μέσα στοὺς κρισίμους καιροὺς τῆς ἐποχῆς μας.
Εὐθὺς ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνάληψη τῶν νέων καθηκόντων του ὡς Ἐπισκόπου καὶ Ποιμενάρχου τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἁγιοτόκου καὶ ἁγιοφίλου Θεσσαλονίκης, τῆς πρωτευούσης τῆς ἑλληνικωτάτης Μακεδονίας καὶ τῆς συμπρωτευούσης τῆς πατρίδος μας, τῆς ἐνδόξου Ἑλλάδος, καὶ μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν τριάντα χρόνων ἀρχιερατείας του στὴν ἀκριτικὴ Θράκη, ἔδωσε καὶ δίδει τὸν ἑαυτό του, γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ἑλλάδα, γεγονὸς ποὺ τὸν ἐγκατέστησε ἄμεσα μέσα στὶς καρδιὲς τοῦ εὐλαβοῦς κλήρου καὶ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ μιᾶς πόλεως μὲ ἱστορική, θρησκευτικὴ καὶ πολυπολιτισμικὴ πορεία, μιᾶς πόλεως ποὺ ὑπῆρξε ἡ συμβασιλεύουσα τοῦ Βυζαντίου μὲ πλῆθος ἐκκλησιῶν καὶ ἱερῶν μονῶν, καὶ ἡ πατρίδα πολλῶν ἁγίων μορφῶν, ἐνδόξων ἱεραρχῶν, μαρτύρων καὶ ἱερομαρτύρων, μιᾶς πόλεως ποὺ ἔζησε τραγικὲς στιγμὲς ἀλλὰ καὶ ποὺ ἔγραψε ἔνδοξες σελίδες στὸ βιβλίο τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, μιᾶς πόλεως τῆς ὁποίας τὴν ἐκκλησία ἵδρυσε ὁ ἅγιος καὶ ἔνδοξος ἀπόστολος Παῦλος, ἀφιερώνοντας δύο ἐπιστολές του πρὸς τοὺς χριστιανοὺς κατοίκους της, μιᾶς πόλεως ποὺ μέχρι σήμερα διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο στὰ δρώμενα τῆς συγχρόνου παρουσίας της στὸ κέντρο τῶν Βαλκανίων.
Μέσα στὰ τέσσαρα χρόνια τῆς ἀρχιερατείας του, ὡς Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ὁ ἀπὸ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος ἔχοντας βαθειὰ συναίσθηση καὶ ὑπὸ τὸ βάρος τῶν πολλαπλῶν εὐθυνῶν του, ἀναγνωρίζει πλήρως τὸν χαρακτῆρα τῆς τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας, συμβαδίζει καὶ συνεργάζεται ἁρμονικώτατα μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς πόλεως, ἀφουγκράζεται τὸν παλμὸ καὶ τὴν ἀγωνία τοῦ πολυπληθοῦς ποιμνίου, καὶ εἶναι πάντοτε παρὼν σὲ ἐκδηλώσεις, σὲ πανηγύρεις, σὲ κοινωνικὲς ὁμάδες, σὲ φιλανθρωπικὲς προσπάθειες, σὲ προβλήματα καὶ σὲ δυσκολίες, σὲ τρόπους ποικίλους ἐπικοινωνίας τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, ποὺ καθημερινὰ περνοῦν ἀπὸ τὸ γραφεῖο του, καταθέτοντας τὰ συγχαρητήρια τους, τὴν ἀγάπη τους, τὶς δυσκολίες καὶ τὶς ἀνησυχίες τους, τὶς ἐπιλογές τους ἢ καὶ τὶς διαφωνίες τους ἀκόμη.
Πρώτη του μέριμνα ἡ ἄμεση ἐπικοινωνία του μὲ τοὺς κληρικοὺς τῆς ἐπαρχίας του, τοὺς συλλειτουργοὺς πρεσβυτέρους καὶ διακόνους,ποὺ σήμερα ἀνέρχονται στὸν ἀριθμὸ τῶν ἑκατὸν σαράντα (140). Τοὺς συγκαλεῖ σὲ συνάξεις στὸ Ἐπισκοπεῖο, τοὺς νουθετεῖ, τοὺς συμβουλεύει, τοὺς καθοδηγεῖ. Δίδει μὲ τὶς προτροπές του καὶ τὶς ἀναφορές του, στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἑλλάδα τὸ σχέδιο τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ τοῦ προγραμματισμοῦ τῆς διακονίας τῶν ἀνθρώπων «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν» (Ῥωμ.14,15). Νέοι κληρικοί, 32 τὸν ἀριθμό, πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι διὰ τῶν χειρῶν του εἰσάγονται στὶς τάξεις τοῦ κλήρου μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ καὶ ὡς Πρόεδρος τῆς Σχολικῆς Ἐφορείας τῆς Ἀνωτάτης πλέον Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Θεσσαλονίκης, συνεργεῖ τὰ μέγιστα στὴν ἀναβάθμισή της, στὴ λειτουργία της, στὴν πνευματική της ὑπόσταση καὶ στὴν προβολή της ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα.
Κεφάλαιο μεγάλο γιὰ τὸν Ἄνθιμο ἡ παρουσία του στὶς ἐνορίες, στὶς ἱερὲς μονές, στοὺς προσκυνηματικοὺς ναοὺς καὶ στὰ ἱδρύματα τῆς ἐπαρχίας του. Σαρανταπέντε (45) ἐνορίες, πνευματικὲς καὶ ποιμαντικὲς ἑστίες λειτουργικῆς, πνευματικῆς, κοινωνικῆς καὶ φιλανθρωπικῆς δραστηριότητος. Ὁ ἅγιος Παντελεήμων Πανοράματος, ὁ ἅγιος Φώτιος, ἡ ἁγία Ἀναστασία, ὁ ἅγιος Βασίλειος, ἡ ἁγία Γλυκερία, νέες ἐκκλησίες ποὺ ἤδη ἀνεγέρθησαν ἢ εὑρίσκονται ὑπὸ ἀνέγερση ἀρχίζουν καὶ κοσμοῦν τὴν πολυάνθρωπη Θεσσαλονίκη. Οἱ πανηγύρεις τῶν ἐνοριῶν μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἐπισκόπου στοὺς ἀρχιερατικοὺς ἑσπερινοὺς καὶ στὶς θεῖες Λειτουργίες, μὲ τὸν πάντοτε ἐπίκαιρο καὶ ἐποικοδομητικὸ λόγο του, λαμπρύνονται καὶ δίδουν μιὰ σύγχρονη μαρτυρία ὅτι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί, νέοι καὶ ὥριμοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, οἰκογενειάρχες καὶ μή, καθηγητὲς καὶ δάσκαλοι, ἐργαζόμενοι καὶ ἄνεργοι, ἔμποροι καὶ ὑπάλληλοι, εὑρίσκονται πάντοτε στὸ πλευρὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐπικροτοῦν τὶς ἐπιλογὲς καὶ τὶς πρωτοβουλίες τοῦ ἐπισκόπου καὶ τῶν συνεργατῶν του κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, σὲ περίοδο μάλιστα ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦὑφίσταται πολεμικὴ καὶ κριτικὴ ἄδικα καὶ συκοφαντικά, ἄκαιρα καὶ προκλητικά. Ἄξιο προσοχῆς καὶ αἰσιόδοξου προβληματισμοῦ εἶναι τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς τῶν νέων σὲ ὅλες τὶς λατρευτικὲς καὶ λοιπὲς ἐκδηλώσεις τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεωςκαὶ τῶν ἐνοριῶν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πανήγυρις τοῦ προστάτου τῆς Θεσσαλονίκης, τοῦ μεγαλομάρτυρος ἁγίου Δημητρίου, ἐνταγμένη μέσα στὴν μεγάλη περίοδο τῶν «Δημητρίων» ποὺ διοργανώνονται κάθε χρόνο ἀπὸ τὸν Δῆμο Θεσσαλονίκης, μὲ τὴν ἱερὰ λιτανεία, τὸν πανηγυρικὸ πολυαρχιερατικὸ Ἑσπερινὸ καὶ τὴν πολυαρχιερατικὴ θεία Λειτουργία, ὅπως καὶ τὴν πανηγυρικὴ Δοξολογία γιὰ τὴν ἐπέτειο τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς πόλεως ἀπό τοὺς Τούρκους, στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1912, μέσα στὸν μεγαλοπρεπῆ ὁμώνυμο ἱερὸ Ναό του, μαζὺ μὲ ὅλες τὶς συναρτώμενες λατρευτικὲς καὶ πολιτιστιστικὲς ἐκδηλώσεις τοῦ Ὀκτωβρίου ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Παναγιώτατο σημαντικὸ λειτουργικὸ καὶ πνευματικὸ σταθμὸ μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος. Οἱ προσφωνήσεις του πρὸς τὸν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας, τὸν Πρωθυπουργό, τὶς Ἀρχὲς τοῦ Κράτους καὶ τῆς πόλεως εἶναι σημαντικὰ κείμενα ποὺ ἁρμόζουν πλήρως στὸ μεγαλεῖο τῆς ἑορτῆς. Ἡ παρουσία ἐπίσης τοῦ Μητροπολίτου καὶ ἡ συμμετοχή του στὶς πανηγυρικὲς ἐκδηλώσεις, στὶς διάφορες ἐπετείους καὶ στὶς ἑορτὲς ἁγίων προστατῶν τοῦ Στρατοῦ, τῆς Ἀστυνομίας, τῆς Πυροσβεστικῆς, τῶν διαφόρων ἀδελφοτήτων καὶ τῶν συλλόγων, τόσο στὸν καθεδρικὸ ἱερὸ Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ὅσον καὶ στὸν ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μαζὺ μὲ τὶς ἐπίκαιρες ἐπισημάνσεις καὶ τὸν ζωντανό λόγο του, δίδουν ἕνα σημεῖο ἀναφορᾶς στὴν πολυδιάστατη προσφορὰ τοῦ Ἱεράρχου.
Μεγάλο ἐνδιαφέρον δείχνει πρὸς τοὺς ἐλαχίστους ἀδελφούς μας, τοὺς ἀδυνάτους καὶ ταλαιπώρους, τοὺς ἀνέργους καὶ δυστυχισμένους. Μὲ τὴν εὐλογία του καὶ τὴν προσωπική του παρέμβαση λειτουργοῦν καθημερινὰ δεκατέσσαρα (14) συσσίτια ἀπὸ τὰ ἐνοριακὰ φιλόπτωχα ταμεῖα τῶν ναῶν, μιὰ προσφορὰ ἀγάπης πρὸς ὅλους ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν τὰ πρὸ τὸ ζῆν. Τὸ Γενικὸ Φιλόπτωχο Ταμεῖο τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, μὲ διάκριση καὶ προσοχὴ διαχειρίζεται τὰ χρήματα τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ τὰ προσφέρει πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς διερχομένους ἀπόρους. Σὲ κάθε συμφορὰ καὶ δύσκολη περίσταση μαζὺ μὲ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν, προσφέρει σημαντικὰ χρηματικὰ ποσὰ σὲ σεισμοπλήκτους, πυροπλήκτους, καὶ λοιποὺς ἐμπεριστάτους ἀπὸ πλημμύρες, στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό. Μὲ τὴν εὐλογία του φιλοξενοῦνται ἐντελῶς δωρεὰν στὴν ἱερὰ Μονὴ ἁγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης ξένοι κληρικοὶ ὁμοδόξων Πατριαρχείων καὶ Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν περίοδο τῶν σπουδῶν των στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Φοιτητὲς ἱερῶν Μητροπόλεων τοῦ ἐξωτερικοῦ καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ φιλοξενοῦνται ἐντελῶς δωρεὰν στὸ οἰκοτροφεῖο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου τῆς ἱερᾶς Μονῆς ἁγίας Θεοδώρας καὶ στὸν θεολογικὸ φοιτητικὸ ξενώνα «Παναγία ἡ Δεξιά», ἐντελῶς δωρεὰν, κατὰ τὴν περίοδο τῶν σπουδῶν των.
Ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς καταστάσεώς του στὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὰ δύο Ἱδρύματα, τὸ Χαρίσειο Γηροκομεῖο καὶ τὸ Παπάφειο Ὀρφανοτροφεῖο, στὰ διοικητικὰ συμβούλια τῶν ὁποίων εἶναι πρόεδρος μὲ διαθῆκες. Μὲ τὶς παρεμβάσεις καὶ τὶς ὑποδείξεις του ἀναδιοργάνωσε τὶς δομὲς λειτουργίας των, προβάλλοντας ἔτσι τὸ τεράστιο κοινωνικὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦν, τόσο πρὸς τοὺς γέροντες ὅσο καὶ πρὸς τὰ ἀνήλικα ὀρφανὰ παιδιά. Ὁ Παναγιώτατος ἄμεσα καὶ μὲ τὸ προσωπικό του ἐνδιαφέρον ἀναδιωργάνωσε, ἀνεμόρφωσε καὶ ἐτακτοποίησε τὶς ἐκρεμμότητες διοικήσεως τοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ καὶ Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως «ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» ποὺ εὑρίσκεται στὴν Πυλαία Θεσσαλονίκης καὶ συστεγάζεται μὲ τὴν Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία Θεσσαλονίκης.
Μιὰ ἰδέα καὶ ἕνα ὅραμα τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, τὸ ὁποῖο καὶ ἀνεκοίνωσε ἤδη ἀπὸ τὶς πρώτες ἡμέρες τῆς ἐνθρονίσεώς του πρὸς τοὺς συνεργάτες του, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, εἶναι καὶ ἡ ἀνέγερση στὴν περιοχὴ τῆς Θεσσαλονίκης ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ ἱδρύματος, ὅπως καὶ στὴν Ἀλεξανδρούπολη, ἀτόμων χρονίως πασχόντων καὶ ΑμΕΑ. Ἡ ἀγωνία του καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν εὕρεση καταλλήλου οἰκοπέδου, οἱ παρεμβάσεις του πρὸς τὰ ὑπουργεῖα καὶ τὶς ἁρμόδιες ὑπηρεσίες γιὰ τὶς ἀνάλογες διαδικασίες καὶ τὴν συλλογὴ τῶν ἀδειῶν, τῶν σχεδίων καὶ τῶν σχετικῶν ἐγγράφων, ἐπιτέλους φέρουν, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τὸ αἴσιο ἀποτέλεσμα. Εὑρίσκεται τὸ οἰκόπεδο στὴν περιοχὴ τοῦ Δήμου Πανοράματος. Ἤδη ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία ἀναμένει τὴν δημοσίευση στὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως τοῦ σχετικοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς συστάσεως στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ἐκκλησιαστικοῦ φιλανθρωπικοῦ Ἱδρύματος περιθάλψεως χρονίως πασχόντων καὶ ΑμΕΑ «ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος».
Βασικὴ μέριμνά του ἡ ἀνάδειξη τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ τῶν ἱερῶν κειμηλίων ποὺ ὑπῆρχαν φυλαγμένα σὲ ἱεροὺς Ναοὺς καὶ σὲ προϋπάρχοντα ἐκθεσιακὸ χῶρο τοῦ Ἐπισκοπείου. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀναλαμβάνει τὴν πρωτοβουλία καὶ δημιουργεῖ, λειτουργεῖ καὶ προβάλλει τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ποὺ εὑρίσκεται στὸν ἰσόγειο χῶρο τοῦ Ἐπισκοπείου, καὶ ἀποτελεῖ πρότυπο Μουσείου ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνὰ τὸν κόσμο, συγκροτημένο μὲ τὶς ἀπαραίτητες ὑποδείξεις, παρεμβάσεις καὶ οὐσιαστικὲς μελέτες τῶν ἁρμοδίων μουσειολόγων, ἀρχιτεκτόνων καὶ καθηγητῶν. Τὸ Μουσεῖο ἐγκαινιάζεται ἀπὸ τὸν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια, τὴν Παρασκευὴ 27 Ὀκτωβρίου 2006.
Μέσα στὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὶς κτιριακὲς δομὲς καὶ τὶς λειτουργικὲς ἐγκαταστάσεις τοῦ ἐπισκοπείου, τὸ ὁποῖο ἔκτισαν καὶ συνετήρησαν οἱ προκάτοχοί του, Παντελεήμων ὁ Α’ καὶ Παντελεήμων ὁ Β’, ἕνεκα ὅμως παλαιότητος χρήζοντος ἀνακαινίσεως καὶ συντηρήσεως, ὁ Ἄνθιμος προβαίνει σὲ βασικὲς μετατροπὲς τοῦ κτιρίου, βάσει μελετῶν καὶ εἰσηγήσεων εἰδικῶν πολιτικῶν μηχανικῶν καὶ ἀρχιτεκτόνων. Ἀλλάζει τὴν πρόσοψη τῶν γραφείων τῆς Μητροπόλεως ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Βογατσικοῦ δι’ ἀψίδων καὶ ὡραιοτάτων χρωμάτων, ἀνακαινίζει τὴν αἴθουσα ὑποδοχῆς ἐπισκεπτῶν, τὸν προθαλάμιο χῶρο καὶ τὸ ἐπίσημο γραφεῖο τοῦ Μητροπολίτου καὶ ἀντικαθιστᾷ τὴν ὑπάρχουσα πεπαλαιωμένη ἐγκατάσταση θερμάνσεως ὅλου τοῦ κτιριακοῦ συγκροτήματος. Ἐπίσης ἀναμορφώνει τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τῆς ὀροφῆς τοῦ Ἐπισκοπείου καὶ τοποθετεῖ κεραμοσκεπὴ μὲ θαυμάσιες ὀπτικὲς καὶ καλλιτεχνικὲς γωνίες, προσδίδοντας μία χαρακτηριστικὴ «ἀναπνοὴ» καὶ ὀμορφιὰ μέσα στὰ πολυόροφα καὶ ἄκοσμα κτίρια ποὺ «πνίγουν» τὴν κεντρικὴ καὶ ἀστικὴ αὐτὴ περιοχὴ τῆς πόλεως. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἀπόδοση τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης στοὺς προκατόχους του ἀρχιερεῖς, Γεννάδιο, Παντελεήμονα τὸν Α’, Λεωνίδα, καὶ Παντελεήμονα τὸν Β’, μὲ τὴν καλλιτεχνικὴ μαρμαρογλυφία καὶ τοποθέτηση τῶν προτομῶν των στὸν μικρὸ κῆπο τοῦ Ἐπισκοπείου ἐπὶ τῆς ὁδοῦ Βογατσικοῦ, γιὰ τὴν προσφορά των πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Πατρίδα.
Ὁ Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος ὑποδέχεται μαζὺ μὲ τὶς Ἀρχὲς καὶ πλῆθος κλήρου καὶ λαοῦ στὴν Θεσσαλονίκη ἀπὸ 19 – 21 Ὀκτωβρίου 2006, τὸν Παναγιώτατο Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο στὰ πλαίσια τῆς ἐπισήμου ἐπισκέψεώς του στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἅγιο Ὄρος, ὅπως ἐπίσης ὑποδέχεται καὶ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυρὸ Χριστόδουλο στὰ πλαίσια ἐπισκέψεώς του στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ 22 – 24 Μαΐου 2007.
Εἶναι σὲ ὅλους γνωστὸ ὅτι ὁ Μητροπολίτης τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ἀπὸ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολυγραφοτέρους συγχρόνους ἐπισκόπους. Συνέγραψε καὶ ἐξέδωσε πολλὰ πολυσέλιδα βιβλία καὶ πλῆθος μελετῶν, ἀκολουθίες καὶ ἄρθρα ἐκκλησιαστικῶν, θεολογικῶν καὶ ἐθνικῶν θεμάτων. Ἐκδίδει ἀπὸ τὸ 2004 μέχρι καὶ σήμερα τὸ διμηνιαῖο περιοδικὸ ἐνημερώσεως καὶ πνευματικῆς οἰκοδομῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης«ΕΥΛΟΓΙΑ», σὰν συνέχεια τοῦ περιοδικοῦ «ΓΝΩΡΙΜΙΑ» ποὺ ἐξέδιδε στὴν Ἀλεξανδρούπολη. Πάντοτε δίδει τὴν ὀρθόδοξη μαρτυρία στοὺς συγχρόνους προβληματισμοὺς ποὺ δημιουργοῦνται στὰ πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνθίσταται σθεναρῶς στὴν πολεμικὴ ποὺ ἀσκεῖται ἐναντίον τῆς πίστεως ἰδίως μέσῳ τῶν συγχρόνων μέσων μαζικῆς ἐνημερώσεως, ἀρθρογραφώντας καὶ ἀπαντώντας μὲ τὸν γραπτὸ καὶ προφορικό του λόγο, μὲ τὰ δελτία τύπου τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ μὲ τὴ συμμετοχή του σὲ διάφορες τηλεοπτικὲς καὶ ῥαδιοφωνικὲς ἐκπομπές. Οἱ πάντα ἐπίκαιρες καὶ σημαντικὲς ἀπαντήσεις του στὶς ἐφημερίδες τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεσσαλονίκης γιὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦν στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης καὶ γενικώτερα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ παράδοση εἶναι μία ἀπόδειξη τῆς ἀγωνίας καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντός του γιὰ τὴν ἐνημέρωση τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
Ἡ ἀγάπη του καὶ ἡ εὐαισθησία του στὰ ἐθνικὰ θέματα καὶ ἰδίως στὸ πρόβλημα γιὰ τὴν ὀνομασία τοῦ γειτονικοῦ κράτους τῶν Σκοπίων φαίνεται πάντοτε ἔντονα στοὺς λόγους του καὶ στὰ κείμενά του, ὅπου ὑπερασπίζεται τὰ δίκαια καὶ τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας, καὶ ἀγωνίζεται καθημερινὰ μὲ κάθε τρόπο νὰ μεταδίδει τὸν παλμὸ καὶ τὴν ἐγρήγορση σὲ κάθε σώφρονα νοῦ καὶ σὲ κάθε ἑλληνικὴ ψυχή. «Μολὼν λαβέ» καὶ «Θερμοπύλες», «Ἀλέξανδρος» καὶ «Φίλιππος», «ἀρχαία Ἑλλάδα» καὶ «Βυζάντιο», «Παρθενώνας» καὶ «ἁγια-Σοφιά», «ἑλληνικὴ γλῶσσα» καὶ «ἑλληνοχριστιανικὸς πολιτισμός», «ἱστορία» καὶ «ἑλληνορθόδοξη παράδοση» εἶναι οἱ ἐκφράσεις ποὺ τὸν χαρακτηρίζουν πάντοτε σὲ κάθε στιγμὴ καὶ περίσταση ποὺ ἡ σύγχρονη πραγματικότητα τὸ ἀπαιτεῖ.
Ἡ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν Θεσσαλονικέων χαίρεται καὶ καυχᾶται ἐν Κυρίῳ διὰ τὸν ἐπίσκοπόν της, τὸν εἰς τόπον καὶ τύπον Χριστοῦ χαρισθέντα αὐτῇ πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ σωτηρίαν ψυχῶν.