Ἡ παραβολή τῶν δέκα παρθένων. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Δὲν πρόσεξες στὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων; Ἐκεῖνες ποὺ ἀσκοῦσαν τὴν παρθενία ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἐλεημοσύνη, ἔμεναν ἔξω ἀπὸ τὴ γιορτὴ τοῦ γάμου.
Γιατί, ἀπὸ τὶς δέκα, οἱ πέντε ἦταν συνετὲς καὶ οἱ πέντε ἄμυαλες. Οἱ συνετὲς εἶχαν πάρει λάδι γιὰ τὰ λυχνάρια τους.
Οἱ ἄμυαλες δὲν εἶχαν πάρει, καὶ γι’ αὐτὸ τὰ λυχνάρια τοὺς ἄρχισαν νὰ σβήνουν. Τότε ζήτησαν λάδι ἀπὸ τὶς συνετές.
Ἐκεῖνες ὅμως ἀποκρίθηκαν: «Ὄχι, γιατί δὲν θὰ φτάσει οὔτε γιὰ μᾶς οὔτε γιὰ σᾶς» (Ματθ. 25, 9). Δὲν ἀρνήθηκαν ἀπὸ ἀσπλαχνία ἢ κακία, ἀλλ’ ἀπὸ ἔλλειψη χρόνου, γιατί ἐρχόταν ἤδη ὁ γαμπρός, καὶ ἀπὸ φόβο, μήπως μείνουν ὅλες ἔξω. Καὶ τὶς συμβούλεψαν: «Καλύτερα νὰ πᾶτε σ’ ἐκείνους ποὺ πουλᾶνε λάδι καὶ ν’ ἀγοράσετε γιὰ τὰ λυχνάρια σας». Εἶχαν κι αὐτὲς λυχνάρια, ἀλλὰ δὲν εἶχαν λάδι.
Τὸ λυχνάρι εἶναι ἡ παρθενία, τὸ λάδι ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ὅπως τὸ λυχνάρι, ἂν δὲν τροφοδοτηθεῖ μὲ λάδι, σβήνει, ἔτσι καὶ ἡ παρθενία, ἂν δὲν ἔχει ἐλεημοσύνη, ἀπαξιώνεται. Ποιοί, ὅμως, εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ πουλᾶνε αὐτὸ τὸ λάδι; Οἱ φτωχοί. Καὶ πόσο τὸ πουλᾶνε; Ὅσο θέλεις.
Ἡ τιμὴ δὲν εἶναι καθορισμένη, κι ἔτσι δὲν μπορεῖς νὰ φέρεις σὰν δικαιολογία τὴ δική σου φτώχεια. Ἔχεις μόνο ἕναν ὀβολό; Ἀγόρασε τὸν οὐρανό, ὄχι γιατί εἶναι φτηνὸς ὁ οὐρανός, ἀλλὰ γιατί εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός. Δὲν ἔχεις οὔτε ἕναν ὀβολό; Δῶσε ἕνα ποτήρι κρύο νερό, γιατί «καὶ ὅποιος δώσει σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἄσημους ἕνα ποτήρι κρύο νερὸ γιὰ χάρη μου, ἀλήθειά σας λέω, θὰ λάβει τὴν ἀμοιβή του», εἶπε ὁ Κύριος (Ματθ. 10, 42).
Ἐμπόρευμα εἶναι ὁ οὐρανὸς κι ἐμεῖς ἀμελοῦμε. Δῶσε ψωμὶ καὶ πάρε παράδεισο. Δῶσε μικρὰ καὶ πάρε μεγάλα. Δῶσε πρόσκαιρα καὶ πάρε αἰώνια. Δῶσε φθαρτὰ καὶ πάρε ἄφθαρτα.
Ἂν ὑπῆρχε ἕνα παζάρι, ὅπου θὰ μποροῦσες νὰ βρεῖς ἄφθονα καὶ πολὺ φτηνὰ πράγματα, δὲν θὰ πουλοῦσες ὅ,τι ἔχεις, δὲν θὰ ἔκανες ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι σου, γιὰ ν’ ἀγοράσεις τὰ ἐμπορεύματα ἐκεῖνα; Πῶς, λοιπόν, γιὰ τὰ φθαρτὰ δείχνεις τόση προθυμία, ἐνῶ γιὰ τὸ ἀθάνατο ἐμπόρευμα ἀμελεῖς καὶ ἀδιαφορεῖς;
Δῶσε στοὺς φτωχούς, καί, ἂν ἐσὺ σωπαίνεις τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως, ἀναρίθμητα στόματα θὰ ἀπολογοῦνται γιὰ σένα, γιατί ἡ ἐλεημοσύνη θὰ εἶναι ἐκεῖ καὶ θὰ συνηγορεῖ γιὰ τὴ σωτηρία σου. Μὴν προφασίζεσαι φτώχεια. Ἡ χήρα ποὺ φιλοξένησε τὸν προφήτη Ἠλία ἦταν πάμφτωχη, μὰ ἡ φτώχεια δὲν τὴν ἐμπόδισε νὰ τὸν φιλοξενήσει καὶ νὰ τὸν ἐλεήσει μ΄ ὅ,τι εἶχε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε ν’ ἀπολαύσει τοὺς καρποὺς τῆς ἐλεημοσύνης της.